- χειροποιήτων
- χειροποίητοςmade by handmasc/fem/neut gen plχειροποιέωpres imperat act 3rd pl (doric aeolic)χειροποιέωpres imperat act 3rd dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
κιγκλίδωμα — Περίφραγμα από μέταλλο, ξύλο ή μάρμαρο, το οποίο τοποθετείται σε ανοίγματα και εξώστες κτιρίων. Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό ενός ή για τον διαχωρισμό δύο χώρων, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία. Δείγματα κ. από την κλασική αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
κοπανάκι — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 1.439 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αετού. * * * και κοπανέλλι, το 1. καθένα από τα … Dictionary of Greek
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
προμινωικός — ή, ό, Ν [μινωικός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πριν από την μινωική εποχή χρόνους τής Κρήτης 2. φρ. «προμινωικός πολιτισμός» ο πριν από την μινωική εποχή πολιτισμός τής Κρήτης, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη λίθινων εργαλείων… … Dictionary of Greek
σουμάκ — το, Ν άκλ. τεχνική χρυσοΰφαντων χειροποίητων χαλιών και άλλων παρεμφερών ειδών, μια από τις αρχαιότερες μεθόδους ύφανσης … Dictionary of Greek
ταμπάκος — και λόγιος τ. ταμβάκος, ο, και ως ουδ. ταμπάκο, το, Ν 1. είδος σκόνης που παρασκευάζεται με ειδικό τρόπο από φύλλα καπνού και εισπνέεται από τη μύτη 2. (κατ επέκτ.) λεπτοκομμένος καπνός που χρησιμοποιείται στην κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων με… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek